- ψυχογένεια
- η, Ν(ιατρ.-ψυχολ.) η μελέτη τών ψυχικών αιτίων που μπορούν να ερμηνεύσουν μια συμπεριφορά, ένα σύμπτωμα ή μια νόσο.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. psyhogenie].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ψυχογενής — ές, Ν [ψυχογένεια] 1. αυτός που προέρχεται από την ψυχή 2. (ιατρ. ψυχολ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ψυχογένεια ή προκαλείται από ψυχικές εξεργασίες, χωρίς να είναι δυνατή η διαπίστωση σωματικού αιτίου … Dictionary of Greek
ψυχογένεση — η, Ν 1. η δημιουργία και εξέλιξη τών ψυχικών λειτουργιών 2. (παλ. τ.) η ψυχογένεια. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. psychogenese (< ψυχή + γένεση)] … Dictionary of Greek